Η γάτα (Felis catus–Αίλουρος ή γαλή ή Felis silvestris catus), αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο αγαπητά ζώα συντροφιάς ανά τον κόσμο, με τη δημοτικότητά της να συναγωνίζεται πλέον αυτή του σκύλου, ο οποίος έχει καθιερωθεί εδώ και χρόνια ως ο «φύλακας του σπιτιού» και ως ο «καλύτερος φίλος του ανθρώπου». Το είδος αυτό της οικογένειας των αιλουροειδών συνυπάρχει με τις ανθρώπινες κοινωνίες εδώ και 9.500 χρόνια.
Στην αρχαιότητα, ωστόσο, η ύπαρξή της έχει δοξαστεί και τιμηθεί στο πλαίσιο διαφόρων θρησκειών, ενώ αναφέρεται συχνά σε πληθώρα μυθολογιών ανά τον κόσμο. Μόνο με την επικράτηση του χριστιανισμού θα ξεκινήσει η δαιμονοποίησή της, η οποία και θα παγιωθεί ως αντίληψη για αρκετό καιρό, με την αρνητική αυτή παρακαταθήκη να γίνεται αποδεκτή από ορισμένους συντηρητικούς θρησκευτικούς κύκλους έως και τις μέρες μας.
Η πραγματικότητα, όμως, όσον αφορά στις γάτες, βρίσκεται στην αρχαία Αίγυπτο ακριβώς στον αντίποδα της δαιμονοποίησης που ο χριστιανισμός θα προτάξει στη συνέχεια του χρόνου. Η κοινωνία της αρχαίας Αιγύπτου ήταν μια κοινωνία βαθιά θεοκρατική, όπου ο σεβασμός και οι δοξασίες προς τους θεούς αποτελούσαν βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των πολιτών. Η λατρεία και ο σεβασμός προς τα ζώα αντίστοιχα συνδέεται με την αντίληψη των αρχαίων Αιγυπτίων πως εκείνα, σε αντίθεση με την περιορισμένη φύση του ανθρώπου, είχαν τη δυνατότητα να βρίσκονται σε άμεση επαφή με τους θεούς. Έτσι, λοιπόν, η γάτα αποτελούσε ένα από τα ιερά προστατευόμενα ζώα. Η τιμωρία όσων πλήγωναν ή σκότωναν μια αποτελούσε μέγιστη ιεροσυλία, ενώ επέφερε μέχρι θανατική ποινή.
Η γάτα εξημερώθηκε, ζούσε στα σπίτια, απομάκρυνε τα τρωκτικά, προστάτευε τις αγροτικές καλλιέργειες, αποτελούσε με λίγα λόγια αναπόσπαστο και αγαπητό κομμάτι της αρχαίας αιγυπτιακής οικογένειας. Τοποθετείται, επίσης, με τη μορφή αγαλμάτων έξω από τα σπίτια ως αποτροπαϊκά σύμβολα, ως προστάτες δηλαδή ενάντια στα κακά πνεύματα. Ήταν γνωστή ως “Mit” ή “Miut”, όρος που δήλωνε ταυτόχρονα τη μεγάλη αγάπη προς τα παιδιά, ενώ μια από τις πιο διαδεδομένες της απεικονίσεις σε τάφους τοποθετούσε τη γάτα να κάθεται κάτω από τον θρόνο γυναικών. Σε αναφορά του Ηροδότου εξιστορείται πως όταν κάποιο σπίτι καιγόταν πρώτο μέλημα ήταν να σωθούν οι γάτες και μετά οι ένοικοι. Δεν είναι λίγες οι φορές που συναντούμε απεικονίσεις γατών που φορούσαν κοσμήματα, εφόσον όσο πιο πλουσιοπάροχα ζούσε μια γάτα τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η εύνοια, η καλή τύχη και η προστασία ενάντια στις συμφορές. Για τον λόγο αυτό συνηθιζόταν από τις πλούσιες οικογένειες να φροντίζονται οι γάτες του σπιτιού με τη μεγαλύτερη ευλάβεια, ενώ συχνά έτρωγαν από το ίδιο πιάτο με τους ανθρώπους και στολίζονταν με λαμπερά κοσμήματα.
Ο θάνατος μιας γάτας ήταν ένα εξαιρετικά θλιβερό γεγονός για τους οικείους της, οι οποίοι σε ένδειξη πένθους ξύριζαν τα φρύδια τους. Θάβονταν με ιδιαίτερες τιμές, μουμιοποιούνταν από ιερείς και τις τοποθετούσαν σε ταφικά συγκροτήματα με τις σαρκοφάγους τους να αποτελούν αξιοθαύμαστα έργα τέχνης. Το πέρασμα στον άλλο κόσμο σήμαινε και την επόπτευση των πάντων και έτσι έχει βρεθεί σημαντικός αριθμός αρχαιολογικών καταλοίπων που αφορούν σε ταριχευμένες γάτες.
Η πιο γνωστή γάτα θεότητα ήταν η Μπαστέτ, η οποία αρχικά απεικονιζόταν μόνο στο σώμα ως γάτα. Αργότερα, εμφανίζεται με κεφάλι γάτας και σώμα ανθρώπου. Κόρη του Ρα, θεού Ήλιου, υπήρξε σύμβολο γονιμότητας και προστάτιδα των παιδιών, με τις μητέρες συχνά να φορούν στα παιδιά τους φυλαχτό της θεάς με τα γατάκια της. Ο αριθμός των μικρών γατιών αντιστοιχούσε στον αριθμό των παιδιών που επιθυμούσε η κάθε γυναίκα να φέρει στον κόσμο. Η Μπαστέτ ήταν τόσο αγαπητή που μετατράπηκε σε οικιακή θεότητα. Η μεγάλη αγάπη και ο σεβασμός προς αυτή αποκρυσταλλώνονται και στην αφιερωμένη στη Μπαστέτ πόλη της Βούβαστις. Η ιερή αυτή πόλη ήταν και ο κύριος τόπος ταφής γατών στην αρχαία Αίγυπτο.
Η Σεχμέτ ήταν επίσης θεότητα-γάτα που αντιστοιχούσε στη σκοτεινή πλευρά της Μπαστέτ και έφερε λεοντοκεφαλή. Άνηκε στην Τριάδα της Μέμφιδας, η οποία ήταν μια από τις πέντε διακριτές ομάδες θρησκευτικών πεποιθήσεων που εμφανίστηκαν στην αρχαία Αίγυπτο. Γεννήθηκε σύμφωνα με την παράδοση από τη φωτιά του Ρα όταν αυτός κοίταξε τη Γη. Ο Ρα τη δημιούργησε ως όπλο ενάντια στους ανθρώπους για την ανυπακοή τους προς τους νόμους του θεού Μάατ, θεού της δικαιοσύνης και της τάξης. Το όνομά της σημαίνει «εκείνη που έχει τη δύναμη» και απεικονίζεται με το στέμμα του ήλιου ως υπενθύμιση της καταγωγής και δύναμής της. Ήταν μια τρομακτική και βίαιη θεότητα, όμως εκείνοι που αποκτούσαν την εύνοιά της μπορούσαν να αποφύγουν τις επιδημίες και να θεραπευτούν από αρρώστιες. Στην προσπάθειά τους να κρατήσουν την Σεχμέτ ήρεμη και να περιορίσουν την οργή της, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι την τιμούσαν με προσφορές, τραγούδια και αναθήματα.
Συχνά, επίσης, ψιθύριζαν προσευχές στο αφτί των νεκρών μουμιοποιημένων γατών για να τις μεταφέρουν σε εκείνη. Έχουν βρεθεί χιλιάδες γλυπτά της, ενώ υπολογίζεται πως μόνο ο φαραώ Αμένοφις Β’ διέταξε προς τιμήν της την παραγωγή 730 γλυπτών υπερφυσικού μεγέθους με τη μορφή της. Η Μπαστέτ και η Σεχμέτ αντιπροσώπευαν την ισορροπία των δυνάμεων τις φύσης, το καλό και το κακό.