Νεώτερη μορφή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η μνήμη του γιορτάζεται στις 10 Νοεμβρίου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα Αρσένιος και Αρσενία.
Ο Αρσένιος γεννήθηκε το 1840 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και μορφώθηκε στη Νίγδη. Σε ηλικία 26 ετών εκάρη μοναχός και αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και του δόθηκε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη.
Όταν γύρισε στην πατρίδα του, ετοίμασε αίθουσα για σχολείο, η οποία αντί για θρανία είχε δέρματα από πρόβατα. Πάνω στα δέρματα γονατισμένα τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα και με αυτό το σοφό τρόπο δεν ερέθιζε τους Τούρκους, που νόμιζαν πως προσεύχονταν.
Όταν του έφερναν αρρώστους, για να τους διαβάσει, ποτέ δεν εξέταζε εάν ο άρρωστος είναι χριστιανός ή μουσουλμάνος, αλλά από ποια αρρώστια πάσχει, για να βρει την ανάλογη ευχή.
Είχε μεταφράσει πολλές περικοπές του Ευαγγελίου στην τοπική διάλεκτο, ενώ στην Εκκλησία διάβαζε το Ευαγγέλιο πρώτα στα ελληνικά, μετά στα φαρασιώτικα και κατόπιν στα τουρκικά.
Είχε διαισθανθεί, από χρόνια μπροστά, πως θα έφευγαν μια μέρα για την Ελλάδα, κι έλεγε στους Φαρασιώτες να κάμουν οικονομίες για το δρόμο. Βάπτισε πρώτα όλα τα αβάπτιστα παιδιά, ανάμεσά τους και τον μικρό Αρσένιο Εζνεπίδη, τον μετέπειτα Άγιο Παΐσιο.
Η φυγή των Φαρασιωτών για την Ελλάδα έγινε στις 14 Αυγούστου 1924, στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής συμφωνίας για ανταλλαγή των πληθυσμών. Ανήμερα της Παναγίας γιόρτασαν στο πρώτο χωριό που στάθμευσαν, στις Άγχιαβούδες (Γιάχ-Γυαλί). Από εκεί, ο Αρσένιος γύρισε πάλι στα Φάρασα, για να βγάλει το ιερό λείψανο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από την Αγία Τράπεζα του Ναού των Αγίων Βαραχησίου και Ιωνά.
Ο Αρσένιος είχε πει πολλές φορές στο ποίμνιό του ότι «στην Ελλάδα θα ζήσω μόνο σαράντα μέρες». Τόσες κι έζησε. Στις 10 Νοεμβρίου 1924 κοιμήθηκε στην Κέρκυρα και στις 11 Φεβρουαρίου 1986, η Ορθόδοξη Εκκλησία τον αγιοκατάταξε, λόγω του χαρίσματός του να θαυματουργεί.